Τι είδαμε τον... Mάιο
FALK RICHTER – Protect me
Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Φαλκ Ριχτερ μιλάει για την εκρηκτική παράσταση «Protect me» της βερολινέζικης Σαουμπίνε που θα ανέβει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών από 18 μέχρι 20 Μαϊου. Τα φώτα σβήνουν, η παράσταση αρχίζει. Με τις πρόβες ενός έργου στη σκηνή. Κεφάλια σκυμμένα, ηθοποιοί πηγαινοέρχονται, κοιτάζουν το δέρμα τους, το τσιμπάνε, επαναλαμβάνουν συνεχώς τη λέξη «εγώ», μιλάνε σε μικρόφωνα, οι φωνές τους όμως δεν ακούγονται. Βασικός χαρακτήρας του «Protect me» ο συγγραφέας και σκηνοθέτης ενός έργου για το οποίο όμως ο δημιουργός του δεν έχει βρει τίτλο. «Ακόμα δεν έχω τίτλο για αυτό το έργο», λέει, «ένας τίτλος μπορεί νάναι μια ανάθεση σ’ έναν συγγραφέα. Ενας τίτλος μπορεί νάναι πρόσχημα για την κατεύθυνση, για το θέμα, το ταξίδι, ένας τίτλος μπορεί να υποδεικνύει Να προς τα κει πρέπει να τραβήξει, αυτό θάπρεπε να κοιτάξεις με μεγαλύτερη ακρίβεια. Όμως μέσα στο κεφάλι μου επί του παρόντος, έχω συνεχώς αυτές τις κρίσεις και καταρρεύσεις και Ναι, ΚΡΙΣΗ θάταν ένας καλός τίτλος. Τότε θα βλέπαμε εδώ έναν άντρα σαραντάρη, ΕΜΕΝΑ, του οποίου μόλις έχουν διαρραγεί όλες οι βεβαιότητες, όλες οι σχέσεις κι όλες οι ανθρώπινες επαφές, να έχει φτάσει στην κατάσταση της συνεχούς εξουθένωσης κι ανησυχίας, σε ένα σώμα που μόλις λίγες καταχρήσεις μπορεί ακόμη να επιτρέψει στον εαυτό του, χωρίς αμέσως να χρειάζεται να υποβληθεί σε κούρα με δυναμωτικές ενέσεις και προγράμματα Wellness.» Υπερβολικά κουρασμένος, όλο και πιο ανάλγητος με τους γύρω του, προβάλλει μια ύπαρξη εύθραυστη που καθώς φροντίζει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του φέρνει στο νου του παιδικές αναμνήσεις από την μεταπολεμική Γερμανία. Η έννοια της προστασίας μοιάζει να διαπερνά όλο το έργο. Εξαρτημένος από τον θεραπευτή του, Τομ –είναι ο μόνος χαρακτήρας που έχει όνομα- αντί να απολαύσει το μασάζ και άλλες πολυτέλειες που προσφέρει το ταϊλανδέζικο θέρετρο «Protect me» στο οποίο έχει καταφύγει, μιλάει μέσω skype μαζί του. Για τον συγγραφέα, ο σύγχρονος πολιτισμός είναι μια κατάσταση πολέμου: «Εξαντλημένοι διαχειριστές κεφαλαίων κάνουν τάι τσι κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Αυτό το μέρος είναι ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, όπως εκείνο που μεταφέρθηκε ο πατέρας μου το 1945 αφού μαζί με τους συντρόφους του έκαναν συντρίμια την Ευρώπη. Εδώ τώρα στέλνονται σπεκουλαδόροι για να επουλώσουν με βουδιστικές πρακτικές τα τράυματά τους από την επιθετικότητα του οικονομικού πολέμου… Αυτός ο οικονομικός πόλεμος. Είναι κι αυτός πόλεμος. Είναι μια εμπόλεμη κατάσταη και θα πρέπει να κάνουμε κάτι». Πόσο σας μοιάζει άραγε ο πρωταγωνιστής του έργου σας, θα ρωτήσω τον Φαλκ Ρίχτερ αργότερα όταν τέσσερις δημοσιογράφοι από την Ελλάδα συζητάμε μαζί του σ’ ένα από τα γραφεία της Σαουμπίνε. «Νομίζω ότι είναι ο εαυτός μου. Οταν έγραφα το έργο αναρωτήθηκα πώς μπορώ εγώ ως συγγραφέας να αντιδράσω σε όλο αυτό που συμβαίνει στο κόσμο, τόσο ως προς την πολιτική όσο και ως προς την προσωπική κατάσταση» απαντάει ο Ρίχτερ ο οποίος δηλώνει επηρεασμένος από τον Γκέοργκ Μπίχνερ, επαναστάτη γερμανό συγγραφέα του 19ου αιώνα. «Βεβαίως ξέρω ότι δεν είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να προκαλέσει επανάσταση με το έργο του παρ’όλα αυτά βάζω τον συγγραφέα να σκέφτεται συνεχώς διάφορες πιθανότητες δράσης και τι πρέπει να γράψει ώστε να προκαλέσει μια αντίδραση. Αυτό λοιπόν νομίζω ότι είναι κατά κάποιο τρόπο το λινκ ανάμεσα σε μένα και τον χαρακτήρα του έργου μου. Είναι μια αναζήτηση για τις διαφορετικές δυνατότητες που έχει κανείς. Το θέμα για μένα είναι προς ποια κατεύθυνση θα κινηθει το ανθρώπινο είδος. Γιατί μετά την οικονομική κρίση του 2008 οι άνθρωποι είτε προσπαθούν να επαναφέρουν το ισχύον σύστημα είτε αναζητούν εναλλακτικές λύσεις.»
Η ΚΡΙΣΗ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΙ.
Όχι μόνο στην πρώτη σκηνή αλλά σε όλη τη διάρκεια του έργου η κρίση είναι παρούσα σε κάθε επίπεδο και προβάλλεται από το προσωπικό επίπεδο στο κοινωνικό και αντίστροφα. Σαφώς πολιτικοποιημένος, ο Φαλκ Ρίχτερ δεν διστάζει να επεκταθεί μιλώντας μαζί μας για την κρίση. «Αναρωτιόμουν τελικά πώς συνδέεται με τις κοινωνικοοικονομικές δομές και πώς επηρεάζει την ψυχή και το σώμα μας. Γιατί είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι η κρίση δεν είναι κάτι αόριστο, έξω από εμάς αλλά κάτι που επηρεάζει άμεσα τις ζωές μας.» λέει. Η οικονομική κρίση άλλωστε και μάλιστα η ελληνική είναι που ενέπνευσε τον συγγραφέα. «Ακόμη και στη Γερμανία που είναι μια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα, κρίση υπάρχει και είναι παρόμοια. Κι εγώ γράφω για τους νέους που δεν βρίσκουν κανονικές δουλειές ούτε στη Γερμανία. Είναι ασκούμενοι και δεν πληρώνονται. Σήμερα ζητάνε ένα είδος απλήρωτης πρακτικής με την υπόσχεση μιας μελλοντικής δουλειάς. Δουλεύεις λοιπόν οκτώ με δέκα ώρες την ημέρα χωρίς να πληρώνεσαι και αυτές οι περιστασιακές δουλειές κρατάνε μερικές φορές μέχρι και τρία χρόνια. Πολλοί νέοι μάλιστα πάνε από τη μια περιστασιακή δουλειά στην άλλη πράγμα που ενέχει από τη μια μεριά ματαίωση και θυμό και πολύ φόβο από την άλλη.» Ο Ρίχτερ δεν χαρίζεται στους Γερμανούς, ούτε διστάζει να μιλήσει για τα στερεότυπα και τις αιτίες της κρίσης: «Στο χώρο του τύπου έχουμε ένα ακροδεξιό κομμάτι, που μισούν και τη δική μου δουλειά και ένα αριστερό που πρέπει να πω ότι είναι πιο δίκαιο σε σχέση με την Ελλάδα. Από τη μια μεριά λοιπόν καλλιεργείται η εικόνα του τεμπέλη και διεφθαρμένου Νοτιοευρωπαίου, το παλιό στερεότυπο δηλαδή, των Ελλήνων που δεν δουλεύουν, κάθονται στον ήλιο, πίνουν και διασκεδάζουν. Βεβαίως οι Βόρειο-ευρωπαίοι πηγαίνουν για διακοπές στο Νότο και το μόνο που ξέρουν είναι η δική τους εμπειρία της ατμόσφαιρας των διακοπών. Είναι όμως ξεκάθαρο γιατί το κάνουν. Είναι ένα είδος παιχνιδιού με όλα τα παλιά στερεότυπα του εθνικισμού που θέλει την οικονομική κρίση στην Ευρώπη να έχει προκληθεί από την τεμπελιά των Ελλήνων ενώ όλοι ξέρουμε ότι έχει προκληθεί από τους κερδοσκόπους. Οι οικονομικές αγορές δεν ελέγχονται, βασικά αυτή τη στιγμή έχουν πολύ μεγαλύτερη εξουσία από οποιαδήποτε πολιτική κυβέρνηση και κόμμα. Και στη Γερμανία συμβαίνει το ίδιο, πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση, η Αγγελα Μέρκελ πρέπει να μιλήσει προηγουμένως με την Γερμανική Τράπεζα.» Φυσικά μιλάει τακτικά με τους έλληνες φίλους του, ανάμεσά τους και η μεταφράστρια των έργων του Ελένη Βαροπούλου, γνωρίζει λοιπόν τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και τη διαφθορά, και δεν τις υποτιμά. Στο έργο του, οι άνθρωποι είναι απομονωμένοι, εστιάζουν στο δέρμα τους και το κοιτάζουν σα να μη θέλουν να χάσουν και την εικόνα του εαυτού τους. Τρέχουν σε σπα κάνουν κούρες και ο ρόλος του ψυχολόγου – coach είναι καθοριστικός για τη ζωή τους. Ο Ρίχτερ δεν χάνει την ευκαιρία να καυτηριάσει τις σύγχρονες θεραπείες στις οποίες καταφεύγει ο δυτικός άνθρωπος που τον προτρέπουν να μην θυμώνει, να είναι χαλαρός, να ελέγχει τα συναισθήματά του.
Οι ήρωές του, αν και το επιδιώκουν δεν συναντιούνται ποτέ. Το power game μοιάζει να είναι το επακόλουθο της κρίσης στις σχέσεις του ζευγαριού και ενώ οι σύντροφοι βρίσκονται συνεχώς σε μια αγωνιώδη αναζήτηση του άλλου, η συνύπαρξή τους μοιάζει αδύνατη. «Νομίζω ότι φοβούνται να δεσμευτούν πραγματικά, ξοδεύουν πολύ χρόνο με κάποιο πρόσωπο που δεν είναι κατάλληλο» λέει ο Φαλκ Ρίχτερ. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, ο λόγος είναι καταιγιστικός, αιχμηρός, κριτικός αλλά και βαθύτατα ποιητικός και οι εικόνες εναλλάσσονται με ταχύτητα. Εικόνες κατάρρευσης ιδεών, σεξουαλικότητας, ηρεμίας που δίνουν τη θέση τους σε άγχος, αγωνία και απουσία κατεύθυνσης. Εικόνες πορνογραφικές που ανάγουν το σεξ σε επίπεδο κατανάλωσης, ανθρώπων που απομονώνονται στο συμβολικό εγώ τους μέσα σε γυάλινα δωμάτια – κλουβιά, αδύναμοι να επικοινωνήσουν με τους άλλους, ζευγάρια που υπάρχουν μεν αλλά δεν συναντιούνται ποτέ και ένας συγκλονιστικός γέρος πατέρας που καθώς αποσυντίθεται σε προσκαλεί να τον συμπαθήσεις. Εξάλλου, στην performance «Protect me», ο ρόλος των χορευτών είναι εξίσου σημαντικός με αυτό τον ηθοποιών και η συμμετοχή της χορογράφου ήταν εξίσου σημαντική στο ανέβασμα της παράστασης. Στην ουσία η δημιουργία της ήταν αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς. «Σ’αυτό το σόου δουλέψαμε πραγματικά πολύ μαζί. Δεν σκηνοθέτησα εγώ τους ηθοποιούς και εκείνη τους χορευτές» λέει ο Φαλκ Ρίχτερ για την Ανούκ Βαν Ντάικ, με την οποία συνεργάζεται εδώ και πολλά χρόνια: «Στην αρχή περάσαμε τρεις εβδομάδες με συζητήσεις πάνω σε θέματα τα οποία μας απασχολούσαν πραγματικά. Δουλέψαμε επίσης πάνω στην εκφραστικότητα. Επρεπε να φέρουμε κοντά ηθοποιούς και χορευτές και αρχίσαμε να δουλεύουμε πολύ περισσότερο σωματικά. Υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη κειμένων, κείμενα για αυτοσχεδιασμούς, με θέματα πολιτικά και κοινωνικά που είχαν ενδιαφέρον για μας. Ένα τέτοιο θέμα π.χ. ήταν πως κινείται το σώμα. Υπάρχει και ένα θνήσκον σώμα, το γερασμένο σώμα του γέρου άντρα που πεθαίνει, κατ’αρχάς λοιπόν ήταν μια διαδικασία σωματική η οποία αυτή καθ’αυτή μερικές φορές με ενέπνεε να γράψω κάτι.». Ο Φαλκ Ρίχτερ και οι συνεργάτες του δούλεψαν λοιπόν, από κοινού πάνω στο αγωνιώδες ερώτημα της αναζήτησης ενός άλλου λόγου ο οποίος είναι απαραίτητος για να προκύψει η αλλαγή και υποσυνείδητα μάλλον βρήκαν την λύση μέσα από μια μορφή συλλογικότητας η οποία δεν αναιρεί την προσωπικότητα και τις ποιότητες του καθενός αλλά τις συνθέτει για το κοινό καλό. Ενας ανατρεπτικός Γερμανός. Σαραντάρης και ο ίδιος όπως ο πρωταγωνιστής του έργου του «Protect me», ο Φαλκ Ρίχτερ είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς και σκηνοθέτες της γενιάς του/ Γεννήθηκε το 1969 στο Αμβούργο όπου και σπούδασε σκηνοθεσία. Εργα του όπως «Ο Θεός είναι DJ», «Nothing Hurts», «PEACE», «Electronic City», «Das System», «Σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», «Trust» κλπ έχουν ανέβει στη Σαουμπίνε, έχουν ήδη μεταφραστεί σε είκοσι πέντε γλώσσες και έχουν περιοδεύσει ανά τον κόσμο. Ο Ρίχτερ έχει επίσης σκηνοθετήσει έργα κλασικών όπως Σαίξπηρ, Τσέχωφ, Σίλερ και Μπρεχτ αλλά και σύγχρονων δραματουργών όπως οι Κάρυλ Τσέρτσιλ, Χάρολντ Πίντερ, Μάρτιν Κριμπ, Σάρα Κέιν, κ.α, καθώς και όπερες των ΤσαΙκόφσκι, Στράους και Βέμπερ. Από το 2000 συνεργάζεται μόνιμα με το θεατρικό θεσμό Σαουμπίνε του Βερολίνου, ενώ επίσης έχει ανεβάσει έργα του στο Μπουργκτεάτερ της Βιέννης, το Σαουσπιλχάους του Αμβούργου, τις Οπερες της Βιέννης και της Φρανκφούρτης κλπ
Ο θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης Φαλκ Ριχτερ μιλάει για την εκρηκτική παράσταση «Protect me» της βερολινέζικης Σαουμπίνε που θα ανέβει στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών από 18 μέχρι 20 Μαϊου. Τα φώτα σβήνουν, η παράσταση αρχίζει. Με τις πρόβες ενός έργου στη σκηνή. Κεφάλια σκυμμένα, ηθοποιοί πηγαινοέρχονται, κοιτάζουν το δέρμα τους, το τσιμπάνε, επαναλαμβάνουν συνεχώς τη λέξη «εγώ», μιλάνε σε μικρόφωνα, οι φωνές τους όμως δεν ακούγονται. Βασικός χαρακτήρας του «Protect me» ο συγγραφέας και σκηνοθέτης ενός έργου για το οποίο όμως ο δημιουργός του δεν έχει βρει τίτλο. «Ακόμα δεν έχω τίτλο για αυτό το έργο», λέει, «ένας τίτλος μπορεί νάναι μια ανάθεση σ’ έναν συγγραφέα. Ενας τίτλος μπορεί νάναι πρόσχημα για την κατεύθυνση, για το θέμα, το ταξίδι, ένας τίτλος μπορεί να υποδεικνύει Να προς τα κει πρέπει να τραβήξει, αυτό θάπρεπε να κοιτάξεις με μεγαλύτερη ακρίβεια. Όμως μέσα στο κεφάλι μου επί του παρόντος, έχω συνεχώς αυτές τις κρίσεις και καταρρεύσεις και Ναι, ΚΡΙΣΗ θάταν ένας καλός τίτλος. Τότε θα βλέπαμε εδώ έναν άντρα σαραντάρη, ΕΜΕΝΑ, του οποίου μόλις έχουν διαρραγεί όλες οι βεβαιότητες, όλες οι σχέσεις κι όλες οι ανθρώπινες επαφές, να έχει φτάσει στην κατάσταση της συνεχούς εξουθένωσης κι ανησυχίας, σε ένα σώμα που μόλις λίγες καταχρήσεις μπορεί ακόμη να επιτρέψει στον εαυτό του, χωρίς αμέσως να χρειάζεται να υποβληθεί σε κούρα με δυναμωτικές ενέσεις και προγράμματα Wellness.» Υπερβολικά κουρασμένος, όλο και πιο ανάλγητος με τους γύρω του, προβάλλει μια ύπαρξη εύθραυστη που καθώς φροντίζει τον ετοιμοθάνατο πατέρα του φέρνει στο νου του παιδικές αναμνήσεις από την μεταπολεμική Γερμανία. Η έννοια της προστασίας μοιάζει να διαπερνά όλο το έργο. Εξαρτημένος από τον θεραπευτή του, Τομ –είναι ο μόνος χαρακτήρας που έχει όνομα- αντί να απολαύσει το μασάζ και άλλες πολυτέλειες που προσφέρει το ταϊλανδέζικο θέρετρο «Protect me» στο οποίο έχει καταφύγει, μιλάει μέσω skype μαζί του. Για τον συγγραφέα, ο σύγχρονος πολιτισμός είναι μια κατάσταση πολέμου: «Εξαντλημένοι διαχειριστές κεφαλαίων κάνουν τάι τσι κάτω από τον απογευματινό ήλιο. Αυτό το μέρος είναι ένα στρατιωτικό νοσοκομείο, όπως εκείνο που μεταφέρθηκε ο πατέρας μου το 1945 αφού μαζί με τους συντρόφους του έκαναν συντρίμια την Ευρώπη. Εδώ τώρα στέλνονται σπεκουλαδόροι για να επουλώσουν με βουδιστικές πρακτικές τα τράυματά τους από την επιθετικότητα του οικονομικού πολέμου… Αυτός ο οικονομικός πόλεμος. Είναι κι αυτός πόλεμος. Είναι μια εμπόλεμη κατάσταη και θα πρέπει να κάνουμε κάτι». Πόσο σας μοιάζει άραγε ο πρωταγωνιστής του έργου σας, θα ρωτήσω τον Φαλκ Ρίχτερ αργότερα όταν τέσσερις δημοσιογράφοι από την Ελλάδα συζητάμε μαζί του σ’ ένα από τα γραφεία της Σαουμπίνε. «Νομίζω ότι είναι ο εαυτός μου. Οταν έγραφα το έργο αναρωτήθηκα πώς μπορώ εγώ ως συγγραφέας να αντιδράσω σε όλο αυτό που συμβαίνει στο κόσμο, τόσο ως προς την πολιτική όσο και ως προς την προσωπική κατάσταση» απαντάει ο Ρίχτερ ο οποίος δηλώνει επηρεασμένος από τον Γκέοργκ Μπίχνερ, επαναστάτη γερμανό συγγραφέα του 19ου αιώνα. «Βεβαίως ξέρω ότι δεν είναι εύκολο για έναν συγγραφέα να προκαλέσει επανάσταση με το έργο του παρ’όλα αυτά βάζω τον συγγραφέα να σκέφτεται συνεχώς διάφορες πιθανότητες δράσης και τι πρέπει να γράψει ώστε να προκαλέσει μια αντίδραση. Αυτό λοιπόν νομίζω ότι είναι κατά κάποιο τρόπο το λινκ ανάμεσα σε μένα και τον χαρακτήρα του έργου μου. Είναι μια αναζήτηση για τις διαφορετικές δυνατότητες που έχει κανείς. Το θέμα για μένα είναι προς ποια κατεύθυνση θα κινηθει το ανθρώπινο είδος. Γιατί μετά την οικονομική κρίση του 2008 οι άνθρωποι είτε προσπαθούν να επαναφέρουν το ισχύον σύστημα είτε αναζητούν εναλλακτικές λύσεις.»
Η ΚΡΙΣΗ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΙ.
Όχι μόνο στην πρώτη σκηνή αλλά σε όλη τη διάρκεια του έργου η κρίση είναι παρούσα σε κάθε επίπεδο και προβάλλεται από το προσωπικό επίπεδο στο κοινωνικό και αντίστροφα. Σαφώς πολιτικοποιημένος, ο Φαλκ Ρίχτερ δεν διστάζει να επεκταθεί μιλώντας μαζί μας για την κρίση. «Αναρωτιόμουν τελικά πώς συνδέεται με τις κοινωνικοοικονομικές δομές και πώς επηρεάζει την ψυχή και το σώμα μας. Γιατί είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι η κρίση δεν είναι κάτι αόριστο, έξω από εμάς αλλά κάτι που επηρεάζει άμεσα τις ζωές μας.» λέει. Η οικονομική κρίση άλλωστε και μάλιστα η ελληνική είναι που ενέπνευσε τον συγγραφέα. «Ακόμη και στη Γερμανία που είναι μια πλούσια ευρωπαϊκή χώρα, κρίση υπάρχει και είναι παρόμοια. Κι εγώ γράφω για τους νέους που δεν βρίσκουν κανονικές δουλειές ούτε στη Γερμανία. Είναι ασκούμενοι και δεν πληρώνονται. Σήμερα ζητάνε ένα είδος απλήρωτης πρακτικής με την υπόσχεση μιας μελλοντικής δουλειάς. Δουλεύεις λοιπόν οκτώ με δέκα ώρες την ημέρα χωρίς να πληρώνεσαι και αυτές οι περιστασιακές δουλειές κρατάνε μερικές φορές μέχρι και τρία χρόνια. Πολλοί νέοι μάλιστα πάνε από τη μια περιστασιακή δουλειά στην άλλη πράγμα που ενέχει από τη μια μεριά ματαίωση και θυμό και πολύ φόβο από την άλλη.» Ο Ρίχτερ δεν χαρίζεται στους Γερμανούς, ούτε διστάζει να μιλήσει για τα στερεότυπα και τις αιτίες της κρίσης: «Στο χώρο του τύπου έχουμε ένα ακροδεξιό κομμάτι, που μισούν και τη δική μου δουλειά και ένα αριστερό που πρέπει να πω ότι είναι πιο δίκαιο σε σχέση με την Ελλάδα. Από τη μια μεριά λοιπόν καλλιεργείται η εικόνα του τεμπέλη και διεφθαρμένου Νοτιοευρωπαίου, το παλιό στερεότυπο δηλαδή, των Ελλήνων που δεν δουλεύουν, κάθονται στον ήλιο, πίνουν και διασκεδάζουν. Βεβαίως οι Βόρειο-ευρωπαίοι πηγαίνουν για διακοπές στο Νότο και το μόνο που ξέρουν είναι η δική τους εμπειρία της ατμόσφαιρας των διακοπών. Είναι όμως ξεκάθαρο γιατί το κάνουν. Είναι ένα είδος παιχνιδιού με όλα τα παλιά στερεότυπα του εθνικισμού που θέλει την οικονομική κρίση στην Ευρώπη να έχει προκληθεί από την τεμπελιά των Ελλήνων ενώ όλοι ξέρουμε ότι έχει προκληθεί από τους κερδοσκόπους. Οι οικονομικές αγορές δεν ελέγχονται, βασικά αυτή τη στιγμή έχουν πολύ μεγαλύτερη εξουσία από οποιαδήποτε πολιτική κυβέρνηση και κόμμα. Και στη Γερμανία συμβαίνει το ίδιο, πριν πάρει οποιαδήποτε απόφαση, η Αγγελα Μέρκελ πρέπει να μιλήσει προηγουμένως με την Γερμανική Τράπεζα.» Φυσικά μιλάει τακτικά με τους έλληνες φίλους του, ανάμεσά τους και η μεταφράστρια των έργων του Ελένη Βαροπούλου, γνωρίζει λοιπόν τις ελληνικές ιδιαιτερότητες και τη διαφθορά, και δεν τις υποτιμά. Στο έργο του, οι άνθρωποι είναι απομονωμένοι, εστιάζουν στο δέρμα τους και το κοιτάζουν σα να μη θέλουν να χάσουν και την εικόνα του εαυτού τους. Τρέχουν σε σπα κάνουν κούρες και ο ρόλος του ψυχολόγου – coach είναι καθοριστικός για τη ζωή τους. Ο Ρίχτερ δεν χάνει την ευκαιρία να καυτηριάσει τις σύγχρονες θεραπείες στις οποίες καταφεύγει ο δυτικός άνθρωπος που τον προτρέπουν να μην θυμώνει, να είναι χαλαρός, να ελέγχει τα συναισθήματά του.
Οι ήρωές του, αν και το επιδιώκουν δεν συναντιούνται ποτέ. Το power game μοιάζει να είναι το επακόλουθο της κρίσης στις σχέσεις του ζευγαριού και ενώ οι σύντροφοι βρίσκονται συνεχώς σε μια αγωνιώδη αναζήτηση του άλλου, η συνύπαρξή τους μοιάζει αδύνατη. «Νομίζω ότι φοβούνται να δεσμευτούν πραγματικά, ξοδεύουν πολύ χρόνο με κάποιο πρόσωπο που δεν είναι κατάλληλο» λέει ο Φαλκ Ρίχτερ. Σε όλη τη διάρκεια του έργου, ο λόγος είναι καταιγιστικός, αιχμηρός, κριτικός αλλά και βαθύτατα ποιητικός και οι εικόνες εναλλάσσονται με ταχύτητα. Εικόνες κατάρρευσης ιδεών, σεξουαλικότητας, ηρεμίας που δίνουν τη θέση τους σε άγχος, αγωνία και απουσία κατεύθυνσης. Εικόνες πορνογραφικές που ανάγουν το σεξ σε επίπεδο κατανάλωσης, ανθρώπων που απομονώνονται στο συμβολικό εγώ τους μέσα σε γυάλινα δωμάτια – κλουβιά, αδύναμοι να επικοινωνήσουν με τους άλλους, ζευγάρια που υπάρχουν μεν αλλά δεν συναντιούνται ποτέ και ένας συγκλονιστικός γέρος πατέρας που καθώς αποσυντίθεται σε προσκαλεί να τον συμπαθήσεις. Εξάλλου, στην performance «Protect me», ο ρόλος των χορευτών είναι εξίσου σημαντικός με αυτό τον ηθοποιών και η συμμετοχή της χορογράφου ήταν εξίσου σημαντική στο ανέβασμα της παράστασης. Στην ουσία η δημιουργία της ήταν αποτέλεσμα συλλογικής δουλειάς. «Σ’αυτό το σόου δουλέψαμε πραγματικά πολύ μαζί. Δεν σκηνοθέτησα εγώ τους ηθοποιούς και εκείνη τους χορευτές» λέει ο Φαλκ Ρίχτερ για την Ανούκ Βαν Ντάικ, με την οποία συνεργάζεται εδώ και πολλά χρόνια: «Στην αρχή περάσαμε τρεις εβδομάδες με συζητήσεις πάνω σε θέματα τα οποία μας απασχολούσαν πραγματικά. Δουλέψαμε επίσης πάνω στην εκφραστικότητα. Επρεπε να φέρουμε κοντά ηθοποιούς και χορευτές και αρχίσαμε να δουλεύουμε πολύ περισσότερο σωματικά. Υπήρχαν πολλά διαφορετικά είδη κειμένων, κείμενα για αυτοσχεδιασμούς, με θέματα πολιτικά και κοινωνικά που είχαν ενδιαφέρον για μας. Ένα τέτοιο θέμα π.χ. ήταν πως κινείται το σώμα. Υπάρχει και ένα θνήσκον σώμα, το γερασμένο σώμα του γέρου άντρα που πεθαίνει, κατ’αρχάς λοιπόν ήταν μια διαδικασία σωματική η οποία αυτή καθ’αυτή μερικές φορές με ενέπνεε να γράψω κάτι.». Ο Φαλκ Ρίχτερ και οι συνεργάτες του δούλεψαν λοιπόν, από κοινού πάνω στο αγωνιώδες ερώτημα της αναζήτησης ενός άλλου λόγου ο οποίος είναι απαραίτητος για να προκύψει η αλλαγή και υποσυνείδητα μάλλον βρήκαν την λύση μέσα από μια μορφή συλλογικότητας η οποία δεν αναιρεί την προσωπικότητα και τις ποιότητες του καθενός αλλά τις συνθέτει για το κοινό καλό. Ενας ανατρεπτικός Γερμανός. Σαραντάρης και ο ίδιος όπως ο πρωταγωνιστής του έργου του «Protect me», ο Φαλκ Ρίχτερ είναι ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς και σκηνοθέτες της γενιάς του/ Γεννήθηκε το 1969 στο Αμβούργο όπου και σπούδασε σκηνοθεσία. Εργα του όπως «Ο Θεός είναι DJ», «Nothing Hurts», «PEACE», «Electronic City», «Das System», «Σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης», «Trust» κλπ έχουν ανέβει στη Σαουμπίνε, έχουν ήδη μεταφραστεί σε είκοσι πέντε γλώσσες και έχουν περιοδεύσει ανά τον κόσμο. Ο Ρίχτερ έχει επίσης σκηνοθετήσει έργα κλασικών όπως Σαίξπηρ, Τσέχωφ, Σίλερ και Μπρεχτ αλλά και σύγχρονων δραματουργών όπως οι Κάρυλ Τσέρτσιλ, Χάρολντ Πίντερ, Μάρτιν Κριμπ, Σάρα Κέιν, κ.α, καθώς και όπερες των ΤσαΙκόφσκι, Στράους και Βέμπερ. Από το 2000 συνεργάζεται μόνιμα με το θεατρικό θεσμό Σαουμπίνε του Βερολίνου, ενώ επίσης έχει ανεβάσει έργα του στο Μπουργκτεάτερ της Βιέννης, το Σαουσπιλχάους του Αμβούργου, τις Οπερες της Βιέννης και της Φρανκφούρτης κλπ
Τι είδαμε τον... Mάρτιο
”First comes the sweat. Then comes the beauty
if you're very lucky and have said your prayers.”
- George Balanchine
if you're very lucky and have said your prayers.”
- George Balanchine